Το Σύνταγμα της χώρας μας ορίζει ρητά ότι, οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν αδιακρίτως στα δημόσια βάρη σύμφωνα με τις δυνάμεις τους, όπου με τη φράση «σύμφωνα με τις δυνάμεις τους», ορίζεται η αρχή της φοροδοτικής ικανότητας δηλαδή η συνεισφορά κάθε πολίτη ανάλογα με το πραγματικό εισόδημά του, το οποίο πρέπει να φορολογείται με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε η φορολογική επιβάρυνση να είναι μικρότερη στα χαμηλά εισοδήματα και φυσικά μεγαλύτερη όσο μεγαλώνει το εισόδημα. Όμως για ένα μέρος των φορολογουμένων αυτό δεν ισχύει γιατί υπάρχει ένας αναχρονιστικός τρόπος προσδιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος, τα τεκμήρια διαβίωσης, ένας τρόπος που επιβαρύνει κατά κύριο λόγο φορολογούμενους με πραγματικά χαμηλά εισοδήματα.
Τα τεκμήρια, διαβίωσης όπως και τα τεκμήρια απόκτησης περιουσιακών στοιχείων, καθιερώθηκαν με το Ν.820/1978 ο οποίος είχε τίτλο «Περί λήψεως μέτρων διά την περιστολήν της φοροδιαφυγής και άλλων τινών συναφών διατάξεων», σε μία προσπάθεια της πολιτείας να περιορίσει το συνεχώς εντεινόμενο φαινόμενο της φοροδιαφυγής έχοντας, μέσω αυτών, μια κατ’ αρχήν ένδειξη φοροδοτικής ικανότητας. Στην πράξη όμως τα τεκμήρια λειτούργησαν όχι ως ενδεικτικά στοιχεία φοροδοτικής ικανότητας, τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε έλεγχο αλλά ως ένας τρόπος προσδιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος και της επιβολής φόρου.
Οι απόψεις παλαιών διευθυντικών στελεχών του Υπουργείου Οικονομικών οι οποίες έχουν καταγραφεί στη σχετική βιβλιογραφία «Τεκμήριο είναι το βέβαιο πόρισμα από το οποίο προκύπτει ότι το εισόδημα που δηλώνει ο φορολογούμενος είναι μικρότερο από αυτό που πραγματικά απέκτησε. Το πόρισμα αυτό (τεκμήριο) προκύπτει από διάφορα στοιχεία που αναγράφονται στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος. Η καθιέρωση των τεκμηρίων υπήρξε αναγκαία, προκειμένου να υλοποιηθεί ο συνταγματικός κανόνας, κατά τον οποίο, οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και οι πολίτες συνεισφέρουν αδιακρίτως στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνάμεις. Σε ένα ευνομούμενο κράτος είναι εντελώς ανεπίτρεπτο να υπάρχουν πολίτες των οποίων η απόκτηση περιουσιακών στοιχείων και οι δαπάνες διαβίωσης δε δικαιολογούνται από τα εισοδήματα που δηλώνουν, με αποτέλεσμα να μην καταβάλλουν φόρους, λόγω μη εμφανών πηγών εισοδήματος, προκαλούντες συγχρόνως τους ειλικρινείς φορολογούμενους. Για όλους τους ανωτέρω λόγους η πολιτεία αντιστάθηκε, θεσμοθετώντας τα τεκμήρια.».
Στον αντίποδα αυτών των απόψεων, πάντα σε ότι αφορά τα τεκμήρια διαβίωσης, είναι η από το 2002 έκθεση της επιτροπής για την αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος, στο πόρισμα της οποίας αναφέρεται ότι ο προσδιορισμός του εισοδήματος με τα τεκμήρια εξασφαλίζει στο κράτος ορισμένα έσοδα και χρησιμοποιείται συνήθως σε λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, όπου η φοροδιαφυγή είναι περισσότερο εκτεταμένη και ο προσδιορισμός του ύψους του πραγματικού εισοδήματος αντιμετωπίζει περισσότερες δυσκολίες ενώ αντίθετα, τέτοιος προσδιορισμός δεν συναντάται, κατά κανόνα, στα φορολογικά συστήματα των αναπτυγμένων χωρών, επειδή παρουσιάζει σημαντικά μειονεκτήματα, επισημαίνοντας ότι μετά την πρόοδο που έχει κάνει η πολιτεία, τόσο στη μηχανοργάνωση όσο και στον ελεγκτικό τομέα, έπρεπε να καταργηθεί ο κατά τεκμήριο προσδιορισμός του φορολογητέου εισοδήματος και τα τεκμήρια να χρησιμοποιούνται ως ενδεικτικά, και μόνο, στοιχεία φοροδοτικής ικανότητας κατά τον έλεγχο.
Παρά τις ανωτέρω επισημάνσεις με το Ν.3842/2010 τα τεκμήρια διαβίωσης άλλαξαν τρόπο υπολογισμού μετονομαζόμενα παράλληλα σε «αντικειμενικές δαπάνες και υπηρεσίες» δηλαδή όπως λέει και ο λαός μας «άλλαξε ο Μανωλιός και έβαλε τα ρούχα του αλλιώς» και αυτό φαίνεται από τις σχετικές αναφορές σε εγκυκλίους και έγγραφα της Φορολογικής Διοίκησης όπου αναφέρονται ως τεκμήρια. Το αν οι αντικειμενικές δαπάνες και υπηρεσίες είναι υποκειμενικά αντικειμενικές ή αντικειμενικά υποκειμενικές θα το κρίνει ο ιστορικός του μέλλοντος, στην πράξη είναι κατά τεκμήριο προσδιορισμός του φορολογητέου εισοδήματος που βρήκε μάλιστα θέση και στο νέο Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος το 2013. Το 2019 προεκλογικά είχαμε ακούσει, μεταξύ των άλλων εξαγγελιών ότι, επίκειται κατάργηση των τεκμηρίων διαβίωσης ως τρόπου προσδιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος. Η νέα κυβέρνηση ψήφισε φορολογικό νόμο (Ν.4646/2019) με τον οποίο έγιναν πολλές αλλαγές στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, αλλά τα τεκμήρια παρέμειναν και η κατάργησή τους παραπέμφθηκε «στις Ελληνικές καλένδες». (1) – (2)
Ο φόρος εισοδήματος πρέπει να υπολογίζεται, με βάση το πραγματικό εισόδημα που πραγματοποιεί κάθε φορολογούμενος, όπως αυτό προκύπτει είτε από τη δήλωσή του είτε από πραγματικό έλεγχο από τη φορολογική αρχή για αυτό το λόγο το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης πρέπει να προχωρήσει στην κατάργηση των τεκμηρίων διαβίωσης και στην καθιέρωση ενός καθολικού πόθεν έσχες, έτσι ώστε να προκύπτουν πιο ασφαλείς ενδείξεις φοροδοτικής ικανότητας οι οποίες θα χρησιμοποιούνται από τα ελεγκτικά όργανα για τον προσδιορισμό του πραγματικού εισοδήματος των φορολογουμένων.
(1) Όταν γνωρίζουμε πως ένα θέμα δεν πρόκειται να γίνει ποτέ, τότε λέμε πως γράφτηκε ή παραπέμφθηκε «στις ελληνικές καλένδες». Καλένδες έλεγαν οι Ρωμαίοι τις πρώτες ημέρες του κάθε μήνα. Ήταν μάλιστα συνήθεια, κάθε πρώτη του μήνα να πληρώνονται τα χρέη. Επειδή όμως στο ελληνικό ημερολόγιο δεν χρησιμοποιούσαν τον όρο «Καλένδαι», γι’ αυτό η έκφραση «ελληνικαί καλένδαι» σήμαινε ανύπαρκτες ημέρες. Την έκφραση αυτή χρησιμοποίησε πολύ συχνά ο Αυτοκράτορας Αύγουστος ,όταν ήθελε να χαρακτηρίσει οφειλέτες πού δεν θα πλήρωναν ποτέ τα χρέη τους. Έτσι, όταν σήμερα λέμε πώς ένα ζήτημα γράφτηκε «στις ελληνικές καλένδες», εννοούμε ότι δεν πρόκειται να ρυθμιστεί ποτέ. Πηγή : https://www.newsbeast.gr/
(2) παραπέμπω κάτι στις καλένδες ή παραπέμπω κάτι στις ελληνικές καλένδες: αναβάλλω κάτι επ’ αόριστον, ουσιαστικά ματαιώνω. Πηγή : https://el.wiktionary.org/wiki/